ηλεκτροτεχνικός

ηλεκτροτεχνικός
η , ό[ν] электротехнический; относящийся к прикладной электротехнике

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ηλεκτροτεχνικός" в других словарях:

  • ηλεκτροτεχνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροτεχνία ή στους ηλεκτροτεχνίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotechnical < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + technical (πρβλ. τεχνικός)] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροτεχνικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την ηλεκτροτεχνία: Ηλεκτροτεχνικά επαγγέλματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • Αμπακάνοβιτς, Μπρούνο — (Bruno Abakanowicz, 1852 – 1900). Πολωνός μαθηματικός και ηλεκτροτεχνικός. Είναι ιδιαίτερα γνωστός από τις μελέτες του στα ολοκληρώματα και στον ομώνυμο ολοκληρογράφο που επινόησε στα τέλη του 19ου αι …   Dictionary of Greek

  • Γκραμ, Ζενόμπ Τεοφίλ — (Zenobe Theophile Gramme, 1826 – 1901).Βέλγος ηλεκτροτεχνικός και εφευρέτης. Το 1856 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου προσελήφθη ως εργάτης κατασκευής μοντέλων σε μία εταιρεία κατασκευής ηλεκτρικών οργάνων. Το 1867 έλαβε το πρώτο του δίπλωμα… …   Dictionary of Greek

  • Ντόλεζαλεκ, Φρίντριχ — (Friedrich Dolezalek, Στσίγκετ 1873 – Βερολίνο 1920). Γερμανός ηλεκτροτεχνικός. Αφού σπούδασε φυσικοχημεία και ηλετροχημεία στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, αφοσιώθηκε με ζήλο στη μελέτη του ρεύματος υψηλής συχνότητας. Διετέλεσε καθηγητής της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»